ΕΡΕΥΝΑΜΕ ΚΑΙ ΔΙΑΣΩΖΟΥΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ.

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΗΤΙΚΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ - ΟΙ ΕΠΟΧΙΑΚΕΣ ΑΓΡΟΙΚΙΕΣ



   Σε όλη την ορεινή Αίγινα συναντάς ερείπια εποχιακών αγροικιών. Οι νοικοκύρηδες, αφού δουλεύανε "ήλιο με ήλιο", όταν τα χωράφια ήταν μακριά από το σπίτι τους, χτίζανε με πέτρα από τον χώρο, μικρά σπιτάκια όπου έμεναν ή προφυλάσσονταν από τις καιρικές συνθήκες. Σε αυτά τα οικήματα υπήρχαν μόνο τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, το τζάκι, ένα κρεβάτι πέτρινο με στρώμα από άχυρα και πέτρινο τραπέζι. Τα ονόμαζαν και "γιατάκι". Η στέγη φτιαχνόταν με τον παραδοσιακό τρόπο του "λιακού", δηλαδή στο κάτω στρώμα έμπαιναν τα πατερά από ξύλο κέδρου (τσιντρού) που αφθονούσε στην Αίγινα ή καλάμια, μετά κάθετα έμπαιναν λιανόκλαδα κέδρου, από πάνω φύκια,και μετά αργιλόχωμα. Πριν το χειμώνα ανανεώνανε την "άργελο" ή το κοκκινόχωμα με νέα στρώση για να κρατήσει τα νερά των βροχών. Σε πρόχειρα οικήματα συναντάμε σπάνια και στέγη από σκέτη πέτρα και από πάνω φυσικά αργιλόχωμα. Σε δυο τρία σημεία του Μεσαγρού σώζονται και πολύ μικρά ατομικά πετρόσπιτα, όπως αυτά των Κυκλάδων.
   Τα αντικείμενα και σκεύη της καθημερινότητας ("λάτρας") τοποθετούνταν σε πέτρινες εσοχές στους τοίχους που τις λέγανε "παλεθούρες", γενήτικη φθορά της λέξης "παράθυρο" ή "παραθύρα". Η συγκεκριμένη "παλεθούρα" είναι από τα ορεινά των Αλώνων. Κρεμάγανε, επίσης, με σύρμα από το ταβάνι είτε μικρούς κορμούς είτε σανίδες, τις λεγόμενες "τάβλες" για τα τυριά και τα κρεατικά. Αν το σπιτάκι ήταν σε αμπέλια, υπήρχε και πάτημα (σώζονται αρκετά) με δεξαμενή για το μούστο, που λεγόταν "πουρλάκι". Το χώρο του πατητηριού χρησιμοποιούσαν τα καλοκαίρια (πριν τον τρύγο) και για προσωρινή αποθήκευση ρητίνης. Αν η αγροικία ήταν αγροικία καταφύγιο ρετσινάδων, τότε δίπλα υπήρχε και ιδιαίτερος λάκκος, βάθους ενός περίπου μέτρου, για το ρετσίνι, που τον έλεγαν "λουτσάρι". Στα βουνά με πεύκα υπήρχαν και πολλά σημεία απόθεσης ρητίνης (ρετσινιού) χωρίς να υπάρχει αγροικία, που τώρα έχουν χαθεί μέσα στη βλάστηση ή γεμίσει πευκοβελόνες. Στις αγροικίες, ειδικά αν ήταν σε αγκροκτήματα, υπήρχαν και μικρά πλακόστρωτα αλώνια. Στην Αίγινα υπήρχαν δεκάδες τέτοια μικρά αλώνια, μακριά από τα χωριά πάνω στα βουνά, που πολλά ανάγονται στα αρχαία και πρώτα βυζαντινά χρόνια. Τώρα έχουν εξαφανιστεί και αναγνωρίζεις το χώρο, μόνο από τον κυκλικό πέτρινο περίγυρό τους. Σήμερα, σώζονται μόνο τα μεγάλα αλώνια των χωριών. Παντού σχεδόν υπήρχαν επίσης και μικρές ή μεγάλες σουβάλες συλλογής όμβριου νερού, για το λόγο αυτό πρέπει οι περιπατητές να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, αν περπατούν εκτός μονοπατιών σε όλη την ορεινή Αίγινα. Πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται και σήμερα από τους βοσκούς του Νησιού. Σε σημείο του Οροπέδιου Μεσαγρού συναντάμε και τη μοναδική ίσως σουβάλα με χτισμένο οίκημα στο στόμιό της. 
   Σε όλες τις αγροικίες, είδικά αν ήταν κτηνοτρόφων, υπήρχαν πέτρινα μαντριά γύρω. Αν κοντά υπήρχαν βράχοι και μικρά σπηλαιώματα, τους εκμεταλλεύονταν. Τέτοια φυσικά μαντριά συναντάμε στα ορεινά χωριά, ενώ εντυπωσιακή είναι και η "σπηλιά του Καπάκα" στο λόφο των Μύλων στο Μεσαγρό. Μοναδικό, μάλλον, στο Νησί είναι και ένα σπηλαίωμα μεγάλου βράχου, στα νότια του βουνού "Νικολάκη", που είχε μεταραπεί σε πρόχειρο καταφύγιο, μάλλον κατά τα αρχαία χρόνια.
   Αγροικίες εντελώς "απόκοσμες" συναντάμε στα χαμηλά σημεία του Βαθυπόταμου Μεσαγρού, χαμένες όμως μέσα στη βλάστηση και δυσπρόσιτες. Εκεί έμεναν Χαλδαίοι, που τους είχαν δώσει και το παρωνύμιο (παρατσούκλι) "Βαθυποταμίτες", που το συναντάμε ακόμα και σε εκλογικούς καταλόγους τελών του 19ου αιώνα. Τέλος, αν οι αγροικίες μετατρέπονταν σε μικρούς οικισμούς, κολλητά στα σπίτια χτίζονταν και εξωτερικοί ξυλόφουρνοι, που εκτός εξαιρέσεων σήμερα έχουν χαλάσει ("βουλιάξει") και σώζονται μόνο απομεινάρια. Προσεχώς θα δημοσιεύεται σχετικό φωτογραφικό υλικό μου.

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

1933: Η συνάντηση του Νίκου Καζαντζάκη με τον Renaud de Jouvenel στην Αίγινα

Ο Νίκος Καζαντζάκης με τον Renaud de Jouvenel, στην Αίγινα το 1933 (φωτ. Παντ. Πρεβελάκης)

   Ήταν καλοκαίρι του 1933, όταν ο γάλλος συγγραφέας και εκδότης Renaud de Jouvenel (1907 - 1982), με τον οποίο ο Νίκος Καζαντζάκης συνδεόταν φιλικά και επιστημονικά, για πολλά χρόνια, τον επισκέπτεται στο πρώτο σπίτι του στην Αίγινα, όπου βρισκόταν με την Ελένη Σαμίου και τον Παντελή Πρεβελάκη (1909 - 1986). Λεπτομέρειες για τη σχέση και συνεργασία των δύο συγγραφέων συναντάμε σε αρκετά άρθρα του Jouvenel σε ξένα και ελληνικά περιοδικά.  Περιγραφές για τη συνάντηση του 1933, την Αίγινα της εποχής, καθώς και ένα ποίημα του Γάλλου, αφιερωμένο στον Καζαντζάκη με τίτλο "Νίκος", δημοσιεύτηκαν σε τεύχη του περιοδικού "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ", από όπου και αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα. Αρχικά, πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή των πρώτων εντυπώσεων του Jouvenel από την άφιξη στο Νησί και στο τότε σπίτι του Καζαντζάκη. Γράφει:
 
" ... Στην Αίγινα, μικρό λιμάνι, γεμάτο βάρκες και ζωηρόχρωμα φρούτα, υπήρχε ένα ξενοδοχείο με τέσσερα – πέντε δωμάτια, που κόστιζε 4 φράγκα το καθένα και ο ξενοδόχος διάβαζε Οράτιο! Στ΄ αλήθεια, σου μιλούσαν μια γλώσσα τόσο ζωντανή, τόσο γεμάτη εικόνες, που έμοιαζε λυρική. Το σπίτι του Καζαντζάκη ήταν ένα είδος bungalow (μπαγκαλόου), ήτανε μικρό και παλιό, όπως μου το είχε περιγράψει. Μαζύ του ήτανε η Ελένη Σαμίου, που θα γινότανε γυναίκα του και ο Πρεβελάκης, πάντα σκυμένος στον Γκρέκο του. Για να φτάσης ως εκεί, έπρεπε να πάρης τα΄αμάξι που το έσερνε ένα γέρικο άσπρο άλογο και να προχωρήσης χοροπηδώντας επάνω στο στενό δρόμο, γεμάτο πέτρες και σκόνη, μέσα σ’ έναν ήλιο που πρέπει να τον έχεις υποστή για να καταλάβης τη δύναμη της ακτινοβολίας του! Καταμεσήμερα, ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα η γη φλεγότανε κάτω από τον ήλιο, που λαμποκοπούσε εκτυφλωτικά. Αν έβγαζες το χέρι σου από το παράθυρο, ένοιωθες σαν να το έβαζες σε φούρνο. Δεν μπορούσες να βγης έξω από το σπίτι, που από τα κλειστά παντζούρια ξεγλυστρούσαν μερικές περιπλανώμενες κηλίδες ήλιου και που βασίλευε η σιωπή γύρω απ’ τον σκεπτικό Καζαντζάκη, τον βυθισμένο στον εσωτερικό του κόσμο και την πίπα του … " (μτφρ Μαρίας Οικονόμου - Τσακίρη)
   Ακολουθεί ένα εξαιρετικά λυρικό και ενδιαφέρον ποίημα του Jouvenel, με τίτλο "ΝΙΚΟΣ", που δημοσιεύτηκε στη "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ", τον Ιούλιο του 1965:
Ολόφωτος απ’ τ’ όραμά του,
το Πάθος του άλλου σμιγμένο με το δικό του
καθώς το αίμα του Χριστού με του χριστιανού την πίστη,
στη γης απάνω προχωρούσε
σαν καράβι που σκίζει των ανθρώπων τα κύματα,
μεταρσιωμένος στο έπακρο
από τον πυρετό της προφητείας,
πιστεύοντας στον άνθρωπο που γίνεται θεός,
συνεπαρμένος από τη χίμαιρά του.
Γελούσε πέρα απ’ τα λόγια που άκουγε,
Ωστόσο κουβαλούσε το βάρος μας,
την απουσία της συνείδησης
αγγέλων που ξεπέσαν απ’ τον προορισμό τους.
Κι έκοβε ίσια, σαν το κοράκι της πλώρης,
χωρίς ορατά εμπόδια στη ρότα του,
για τον ιδανικό κόσμο που μάντευε.

Η λάμψη της ματιάς του
ζωντανή λόγχη,
η φωτιά του απόλυτου,
η ακατέργαστη δίψα
κι ο ουρανός του Ολύμπου.

Αίγινα.
Άσπρο νησί πεσμένο σα γλάρος στη θάλασσα,
ήλιος ελληνικός, γυμνότητα,
πρώτοι, αρχέγονοι χρόνοι.
Ο Νίκος μ’ ανοιχτά μάτια κι όμως βυθισμένα.
Το ντόμπρο, βροντερό γέλιο, πρόκληση αιώνια!
Με ακροαζόταν να μιλώ, μα μπορεί να ‘ταν ο αντίλαλος,
που άκουγε να ηχεί,
απ’ τη ζωή που είχε αρνηθεί στον εαυτό του.

Ο Νίκος.
Με τ’ αλαφρό πάτημα της γίδας στα βουνά του κόσμου,
παγιδεμένος από την αναζήτησή του,
μα σαν αυτός
που η πιο πύρινη μέρα δεν μπορεί να τον θαμπώσει.

Ο Νίκος.
Η Κρήτη στην καρδιά του, η Ισπανία στο αίμα του
ελιά χυμό γεμάτη που υψώνει τα ξερά χέρια της
πάνω απ’ τις χώρες, στη δυστυχία των ανθρώπων,
φωτοκαμένος απ’ τον πόθο του,
περίσσια μεγάλος για το κελί όπου τον είχαν στριμώξει,
πάντα στο παράθυρο,
πάντα βιγλίζοντας τη θάλασσα,
πάντα χαμένος στο μύχιο εαυτό του,
όπου ερχόταν ο ορίζοντας ν’ ανανεώσει την ψυχή του.
Χριστός φορτωμένος στο σταυρό του,
όμως χωρίς να το δείχνει σε τίποτα,
παντού και πουθενά οικείος και ξένος,
ιππότης δίχως πανοπλία
κι όμως τοιχογυρισμένος
στο μέσα ποταμό του,
ηφαίστειο πεινασμένο για σιωπή και για αγάπη,
ολοζώντανο μέσα στη στάχτη του,
που κάποιος άνεμος θα ‘πρεπε να την πάρει
να την κρεμάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και να κάμει το θρύλο του τραγούδι. "
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τον Παντελή Πρεβελάκη (1933)
 Η φιλία του Καζαντζάκη με τον Jouvenel συνεχίστηκε ως το θάνατο του πρώτου και ενδιαφέρον παρουσιάζει η δημοσιευμένη αλληλογραφία τους. Για την πατρίδα Κρήτη, του έγραφε:  
«Όταν γράφω για την Κρήτη δεν έχω παρά ν’ αντιγράψω την καρδιά μου. Η πένα μου δεν την προφταίνει.»
 
Έρευνα - Επιμέλεια κειμένου: Νεκτ. Γ. Κουκούλης
Πηγές: Η περιγραφή και το ποίημα από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, φωτογραφίες με τον Καζαντζάκη από δημοειεύσεις των εκδόσεων Καζαντζάκη. φωτογραφίες της Αίγινας από το αρχεία της ΑΣΚΣΑ και το προσωπικό μας αρχείο