![]() |
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τον Renaud de Jouvenel, στην Αίγινα το 1933 (φωτ. Παντ. Πρεβελάκης) |
Ήταν καλοκαίρι του 1933, όταν ο γάλλος συγγραφέας και εκδότης Renaud de Jouvenel (1907 - 1982), με τον οποίο ο Νίκος Καζαντζάκης συνδεόταν φιλικά και επιστημονικά, για πολλά χρόνια, τον επισκέπτεται στο πρώτο σπίτι του στην Αίγινα, όπου βρισκόταν με την Ελένη Σαμίου και τον Παντελή Πρεβελάκη (1909 - 1986). Λεπτομέρειες για τη σχέση και συνεργασία των δύο συγγραφέων συναντάμε σε αρκετά άρθρα του Jouvenel σε ξένα και ελληνικά περιοδικά. Περιγραφές για τη συνάντηση του 1933, την Αίγινα της εποχής, καθώς και ένα ποίημα του Γάλλου, αφιερωμένο στον Καζαντζάκη με τίτλο "Νίκος", δημοσιεύτηκαν σε τεύχη του περιοδικού "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ", από όπου και αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα. Αρχικά, πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή των πρώτων εντυπώσεων του Jouvenel από την άφιξη στο Νησί και στο τότε σπίτι του Καζαντζάκη. Γράφει:

Ακολουθεί ένα εξαιρετικά λυρικό και ενδιαφέρον ποίημα του Jouvenel, με τίτλο "ΝΙΚΟΣ", που δημοσιεύτηκε στη "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ", τον Ιούλιο του 1965:
Ολόφωτος απ’ τ’ όραμά του,
το Πάθος του άλλου σμιγμένο με το δικό του
καθώς το αίμα του Χριστού με του χριστιανού την πίστη,
στη γης απάνω προχωρούσε
σαν καράβι που σκίζει των ανθρώπων τα κύματα,
μεταρσιωμένος στο έπακρο
από τον πυρετό της προφητείας,
πιστεύοντας στον άνθρωπο που γίνεται θεός,
συνεπαρμένος από τη χίμαιρά του.
Γελούσε πέρα απ’ τα λόγια που άκουγε,
Ωστόσο κουβαλούσε το βάρος μας,
την απουσία της συνείδησης
αγγέλων που ξεπέσαν απ’ τον προορισμό τους.
Κι έκοβε ίσια, σαν το κοράκι της πλώρης,
χωρίς ορατά εμπόδια στη ρότα του,
για τον ιδανικό κόσμο που μάντευε.
Η λάμψη της ματιάς του
ζωντανή λόγχη,
η φωτιά του απόλυτου,
η ακατέργαστη δίψα
κι ο ουρανός του Ολύμπου.
Αίγινα.
Άσπρο νησί πεσμένο σα γλάρος στη θάλασσα,
ήλιος ελληνικός, γυμνότητα,
πρώτοι, αρχέγονοι χρόνοι.
Ο Νίκος μ’ ανοιχτά μάτια κι όμως βυθισμένα.
Το ντόμπρο, βροντερό γέλιο, πρόκληση αιώνια!
Με ακροαζόταν να μιλώ, μα μπορεί να ‘ταν ο αντίλαλος,
που άκουγε να ηχεί,
απ’ τη ζωή που είχε αρνηθεί στον εαυτό του.
Ο Νίκος.
Με τ’ αλαφρό πάτημα της γίδας στα βουνά του κόσμου,
παγιδεμένος από την αναζήτησή του,
μα σαν αυτός
που η πιο πύρινη μέρα δεν μπορεί να τον θαμπώσει.
όμως χωρίς να το δείχνει σε τίποτα,
παντού και πουθενά οικείος και ξένος,
ιππότης δίχως πανοπλία
κι όμως τοιχογυρισμένος
στο μέσα ποταμό του,
ηφαίστειο πεινασμένο για σιωπή και για αγάπη,
ολοζώντανο μέσα στη στάχτη του,
που κάποιος άνεμος θα ‘πρεπε να την πάρει
να την κρεμάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και να κάμει το θρύλο του τραγούδι. "
το Πάθος του άλλου σμιγμένο με το δικό του
καθώς το αίμα του Χριστού με του χριστιανού την πίστη,
στη γης απάνω προχωρούσε
σαν καράβι που σκίζει των ανθρώπων τα κύματα,
μεταρσιωμένος στο έπακρο
από τον πυρετό της προφητείας,
πιστεύοντας στον άνθρωπο που γίνεται θεός,
συνεπαρμένος από τη χίμαιρά του.
Γελούσε πέρα απ’ τα λόγια που άκουγε,
Ωστόσο κουβαλούσε το βάρος μας,
την απουσία της συνείδησης
αγγέλων που ξεπέσαν απ’ τον προορισμό τους.
Κι έκοβε ίσια, σαν το κοράκι της πλώρης,
χωρίς ορατά εμπόδια στη ρότα του,
για τον ιδανικό κόσμο που μάντευε.
Η λάμψη της ματιάς του
ζωντανή λόγχη,
η φωτιά του απόλυτου,
η ακατέργαστη δίψα
κι ο ουρανός του Ολύμπου.
Αίγινα.
Άσπρο νησί πεσμένο σα γλάρος στη θάλασσα,
ήλιος ελληνικός, γυμνότητα,
πρώτοι, αρχέγονοι χρόνοι.
Ο Νίκος μ’ ανοιχτά μάτια κι όμως βυθισμένα.
Το ντόμπρο, βροντερό γέλιο, πρόκληση αιώνια!
Με ακροαζόταν να μιλώ, μα μπορεί να ‘ταν ο αντίλαλος,
που άκουγε να ηχεί,
απ’ τη ζωή που είχε αρνηθεί στον εαυτό του.
Ο Νίκος.
Με τ’ αλαφρό πάτημα της γίδας στα βουνά του κόσμου,
παγιδεμένος από την αναζήτησή του,
μα σαν αυτός
που η πιο πύρινη μέρα δεν μπορεί να τον θαμπώσει.
Ο Νίκος.
Η Κρήτη στην καρδιά του, η Ισπανία στο αίμα του
ελιά χυμό γεμάτη που υψώνει τα ξερά χέρια της
πάνω απ’ τις χώρες, στη δυστυχία των ανθρώπων,
φωτοκαμένος απ’ τον πόθο του,
περίσσια μεγάλος για το κελί όπου τον είχαν στριμώξει,
πάντα στο παράθυρο,
πάντα βιγλίζοντας τη θάλασσα,
πάντα χαμένος στο μύχιο εαυτό του,
όπου ερχόταν ο ορίζοντας ν’ ανανεώσει την ψυχή του.
Χριστός φορτωμένος στο σταυρό του, Η Κρήτη στην καρδιά του, η Ισπανία στο αίμα του
ελιά χυμό γεμάτη που υψώνει τα ξερά χέρια της
πάνω απ’ τις χώρες, στη δυστυχία των ανθρώπων,
φωτοκαμένος απ’ τον πόθο του,
περίσσια μεγάλος για το κελί όπου τον είχαν στριμώξει,
πάντα στο παράθυρο,
πάντα βιγλίζοντας τη θάλασσα,
πάντα χαμένος στο μύχιο εαυτό του,
όπου ερχόταν ο ορίζοντας ν’ ανανεώσει την ψυχή του.
όμως χωρίς να το δείχνει σε τίποτα,
παντού και πουθενά οικείος και ξένος,
ιππότης δίχως πανοπλία
κι όμως τοιχογυρισμένος
στο μέσα ποταμό του,
ηφαίστειο πεινασμένο για σιωπή και για αγάπη,
ολοζώντανο μέσα στη στάχτη του,
που κάποιος άνεμος θα ‘πρεπε να την πάρει
να την κρεμάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και να κάμει το θρύλο του τραγούδι. "
![]() |
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τον Παντελή Πρεβελάκη (1933) |
Η φιλία του Καζαντζάκη με τον Jouvenel συνεχίστηκε ως το θάνατο του πρώτου και ενδιαφέρον παρουσιάζει η δημοσιευμένη αλληλογραφία τους. Για την πατρίδα Κρήτη, του έγραφε:
«Όταν γράφω για την Κρήτη δεν έχω παρά ν’ αντιγράψω την καρδιά μου. Η πένα μου δεν την προφταίνει.»
Έρευνα - Επιμέλεια κειμένου: Νεκτ. Γ. Κουκούλης
Πηγές: Η περιγραφή και το ποίημα από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, φωτογραφίες με τον Καζαντζάκη από δημοειεύσεις των εκδόσεων Καζαντζάκη. φωτογραφίες της Αίγινας από το αρχεία της ΑΣΚΣΑ και το προσωπικό μας αρχείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου