Με πολύ σεβασμό, φέρνουμε ξανά στο φως ένα πολύ σημαντικό κείμενο του Σπυρίδωνα Λάμπρου, εξέχοντα Κερκυραίου ιστορικού και πολιτικού (1851 - 1919), που πρωτοδημοσιεύτηκε στο φύλλο 591/ 26 - 4 - 1887, της εβδομαδιαίας αθηναϊκής εφημερίδας ΕΣΤΙΑ, που από όσα γνωρίζω, για πρώτη φορά δημοσιεύεται σε τοπικό επίπεδο. Το κείμενο αυτό, γραμμένο σε απολαυστική καθαρεύουσα, δημοσιεύτηκε προφανώς μετά από επίσκεψη του Σ. Λάμπρου στην Αίγινα και μας παρέχει με παραστατικό τρόπο, έντονη κριτική διάθεση αλλά και συναισθηματική φόρτιση πολύτιμες πληροφορίες, ορισμένες από τις οποίες τουλάχιστον εγώ δε γνώριζα, για την τότε άθλια εικόνα του πρώτου Κυβερνείου της Ελλάδας, την κατάσταση και τη χρήση του, αλλά παραθέτει και στοιχεία για τις απαρχές της Πόλης, μετά την εγκατάλειψη της Παληαχώρας, το πρώτο Νομισματοκοπείο και άλλα κοινωνικά ζητήματα. Η συνοδευτική φωτογραφία του κτηρίου είναι περίπου της ίδιας εποχής με τη δημοσίευση του άρθρου. Το κείμενο παρατίθεται αυτούσιο, με μόνη αλλαγή τη μη διατήρηση του μονοτονικού για τεχνικούς λόγους και την προσθήκη κάποιων σημείων στίξης ή έντονων χαρακτήρων, προς διευκόλυνση του αναγνώστη. Σε ελάχιστα σημεία εντός παρενθέσεων επεξηγώ κάποια πράγματα με την ένδειξη 'σ.σ.' .
(Η πλήρης αναδημοσίευση του άρθρου
του Σπυρίδωνος Λάμπρου, από το φύλλο 591, της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΕΣΤΙΑ,
της 25/ 4/ 1887)
Ευλαβής ετέλεσε την
προπαρελθούσαν Κυριακήν η Κέρκυρα τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του μεγάλου αυτής
πολίτου, όστις αναπαύεται εν τω ησύχω σεμνείω της Πλατυτέρας υπό απέριττον
λίθον, υπομιμνήσκοντα και διά της εξωτερικής αυτού απλότητος την όλην περί τον
βίον σεμνότητα του Κυβερνήτου. Απλούς είνε ο τάφος ως λιτός υπήρξεν ο βίος καί
αφελής η δίαιτα του Καποδιστρίου. Ουδένα κενόν μεγαλείου όγκον, ουδεμίαν επίδειξιν
και λάμψιν φέρει ο τάφος εκείνος, και ενώπιον αυτού ο θεατής λησμονεί τον
άρχοντα της Ελλάδος και ενθυμείται μόνον τον αγαθόν Μπαρμπαγιάννην, ως εκάλεσε
τον άνδρα αγαπητικώς ο ελληνικός λαός, μετ’ ευγνωμοσύνης άποβλέπων εις την
φιλελεήμονα όψιν του ιδρυτού του Αιγιναίου ορφανοτροφείου, εις την πατρικήν
φιλοστοργίαν του κτίστου των σχολείων, του εισηγητού της γεωργίας, του
προστάτου της πενίας και ορφανίας.
Άπορον αληθώς είνε πώς το
ποιητικόν τούτο και γλυκύ όνομα του Μπαρμπαγιάννη δεν έμεινε προσκεκολλημένον εις
το ίδρυμα εκείνο, εν ω ο Αιγιναίος λαός έβλεπεν εν πλήρει τη δράσει της
φιλοπατρίας και αγαθοεργίας τον αγαθόν Κυβερνήτην. Λέγω την εν Αιγίνη
κατοικίαν και το διοικητήριον του Καποδιστρίου. Οι Αιγινήται γνωρίζουσι τον
οίκον υπό άλλο όνομα. Το πρώτον τούτο παλάτιον της νέας Ελλάδος καλείται Kυβερνείον. Είνε ίσως η επίσημος αυτού επωνυμία από
των χρόνων καθ’ ους είργάζετο και έδρα εν αυτώ ο Κυβερνήτης. Το όνομα
γνωρίζουσιν οι πλείστοι των Αιγινητών αλλ’ ολίγοι βεβαίως έχουσι συνείδησιν, ότι
ο οίκος εκείνος έχει ιστορίαν και ότι είνε κειμήλιον της Πόλεώς των.
Ότε επεσκέφθην το «παλάτιον του
Μπαρμπαγιάννη» (ας μοι επιτραπή να καλέσω ούτω το σεβαστόν ερείπιον) και είπον
εις την θυρωρόν, άμα εισελθών εις τον πυλώνα, «αυτό λοιπόν είνε το σπίτι του
Καποδιστρίου;», έλαβον την απάντησιν «ο Ηλίας ίσως τον εγνώρισεν, εμείς ήλθαμεν
αργότερα, δεν τον γνωρίζω αυτόν οπού μου λέγεις.». Εφάνη εις αυτήν νέον τι και
άγνωστον και απροςδόκητον το όνομα του διευθύναντος τας τύχας της Ελλάδος εκ του
οίκου εκείνου, ου η αυλή εχρησίμευεν εις αύτην ίνα απλόνη τα νεόπλυτα ασπρόρουχα
του απλοϊκού συμβίου, όστις είνε τώρα ο διάδοχος τού Καποδιστρίου εν τω
Κυβερνείω. Ο διάδοχος του Καποδιστρίου δεν κυβέρνα την Ελλάδα εκ του ανωτέρου
ορόφου τού παλατιού, άλλ' αρκεΐται εις το να κυβερνά τον πενιχρόν του οίκον,
περιοριζόμενον εις τα εξ αριστερών, τω ειςερχομένω, ισόγεια δωμάτια του
Κυβερνείου. Δεν δυνάμεθα να είπωμεν τον φύλακα εκείνον θυρωρόν του παλατιού,
πολύ δ’ όλιγώτερον να ονομάσωμεν αυτόν ξεναγόν. Η μεν
θύρα είνε αναπεπταμένη εις πάντας τους ανέμους και πολύ περισσότερον εις τους
σπανίους επισκέπτας. Ο δε Ήλίας ουδέν έχει να δείξει, εκ του παλαιού μεγάρου
του Κυβερνήτου, ουδέν να εξηγήση, ουδεμίαν ιδιαιτέραν αίθουσαν ν’ ανοίξη ούτε
να ερμηνεύση εικόνας ή σκεύη. Ο ξένος δεν έχει ανάγκην έρμηνέως, όπως
περιεργασθή, το πρώτον παλάτιον της νέας Ελλάδος. Τα κατ’ αυτό είνε απλά, απλούστατα.
Και ένα μόνον οφθαλμόν αν έχη ο επισκεπτόμενος, θα ίδη ότι έχει να ίδη, ερήμωσιν
και ερείπια. Και φεύγων δεν θα πιστεύει, ότι είδεν αληθώς ό,τι πράγματι είδεν.
Η της οδού καμαρωτή είσοδος, προς
τα αριστερά της οποίας ευρίσκονται τα δωμάτια του φύλακος, άγει εις μεγάλην αυλήν
διςχιλίων περίπου πήχεων. Ολίγος είνε ο χώρος ον διαφιλονικεί εις την κνίδην
πρασιά λαχανικών, καλλιεργουμένων υπό των κατοίκων του ισογαίου. Αν ήσαν
τουλάχιστον γεώμηλα, ο ειςερχόμενος εις την αυλήν του ηρειπιωμένου εκείνου
κτιρίου θα ενόμιζεν, ότι εφυτεύθησαν επίτηδες είς ανάμνησιν της επιμελείας και
της αγάπης, μεθ’ ης ο Καποδίστριας ηγωνίσθη να διαδώση, άμα κατελθών εις την
’Ελλάδα, την καλλιέργειαν του φυτού τούτου. Πόσα δείγματα της φροντίδος αυτού
ταύτης διασώζουσιν αι επιστολαί του!
Εις τον άνω όροφον της οικοδομής άγει κλίμαξ μαρμαρίνη. Ωραία είνε η
θέα από της κλίμακος ταύτης, ήτις νυν είνε πολλαχού κατεστραμμένη. Βεβαίως ο
Κυβερνήτης, κατερχόμενος αυτήν, θα ίστατο πολλάκις, όπως ρίψη το βλέμμα εις τα
προς τα δεξιά όρη, την μητρόπολιν και το προσφιλές αυτού κτίσμα, το Ορφανοτροφείον
ή εντρυφήση εις τας εξ αριστερών εν απόπτω φαινομένας κλιτύας εν αις κρύπτεται
η Μονή, εις τα πυρίκαυστα βουνά των Μεθάνων, εις τα νώτα της γλαυκής θαλάσσης.
Ο άνω όροφος του Κυβερνείου συνέκειτο εκ δωματίων εννέα και ενός
διαδρόμου. Η αίσθησις ην εμποιεί η επίσκεψις αυτών είνε τι πλέον ή αλγεινή. Ο
οίκος εχρησίμευσε μετά την κρητικήν επανάστασιν μέχρι του 1873, ως άσυλον εκατοστύων
Κρητών προσφύγων. Αν ο Καποδίστριας έζη, η φιλεύσπλαγχνος ψυχή του ήθελε χαρή,
ότι ο οίκος αυτού έγινεν ιερόν της φιλανθρωπίας, αλλ’ αν έβλεπε και την ερειπίωσιν,
εις ην περιήγαγε την σεμνήν εκείνην στέγην ο συνωστισμός των πενομένων και απατρίων
τέκνων της μάρτυρος Νήσου, το εν αυτώ έμφυτον αίσθημα της ευνομίας και της
τάξεως ήθελεν εξαναστή, και ο αγαθός Μπαρμπαγιάννης ήθελεν αίφνης εκτραπή
οργίλος εις τινα των εκφράσεων εκείνων, αίτινες απεδείκνυον οπόσον επαθαίνετο εκ
της περί αυτόν επαναστατικής ακοσμίας των κυβερνωμένων. Πλείστοι των τοίχων έχουσι
καταρρεύσει καθ’ ολοκληρίαν και φαίνονται τα υποβαστάζοντά ποτε τον πηλόν ξύλα
κεκαυμένα, αλλαχού λείπει αυτή η στέγη. Αι ύαλοι των παραθύρων είνε τεθραυσμέναι.
Εν τω ακαθάρτω, ενιαχού διερρωγότι πατώματι είνε συνεσωρευμένα αλλαχού ξύλα,
αλλαχού άχυρα και παλαιά υποδήματα και σαπρία και κόπρος. Η αράχνη υφαίνει ακώλυτος
απανταχού τον ιστόν της, μόνη δεσπότις εν μέσω της άγριας εκείνης ερημώσεως.
Και όμως οποία η αντίθεσις του ελεεινού παρόντος προς τους χρόνους
καθ’ ους περιέβαλλε τα δώματα εκείνα ως αγαθός τις δαίμων η οικουρός στοργή του
Κυβερνήτου. Δεν ήτο κτίριον πολυτελές βεβαίως τό Κυβερνείον, αλλά διακρίνει
πας τις μεθ’ όποιας επιμελείας και φιλοκαλίας άμα, είχε διακοσμήσει αυτό ο
Καποδίστριας. Φαίνονται ακόμη αι διά των μελιταίων λεγομένων πλακών
λιθοστρώσεις του δαπέδου, αίτινες ενιαχού προςλαμβάνουσι τύπον
καλλωπιστικώτερον και είνε διατεθειμέναι επί το καλλιτεχνικώτερον. Την δ’ εν
κομψότητι άμα και απλότητι διασκευήν του Ιδρύματος δεικνύει αυτό το γραφείον
του Κυβερνήτου, ευτυχώς διασωζόμενον καλλίτερον των άλλων δωματίων. Κείται
τούτο αριστερά τω ειςερχομένω. Το ορόφωμα διασώζει τα ξύλινα αυτού φατνώματα, ποικιλλόμενα εν τω μέσω της
αιθούσης διά μεγάλου ρόδακος. Σώζεται ακόμη ό κρίκος εξ ου εκρεμάννυτο πιθανώς
ο λαμπτήρ ο φωτίζων τας υπέρ του έθνους αγρυπνίας του Άρχοντος. Τα δε παράθυρα
φέρουσιν έξωθεν χαράσια, κατά τον τρόπον της τουρκικής οικοδομίας. Η είσοδος εις
το δωμάτιον τούτο φέρει αληθείς συγκινήσεις. Αλλ’ όπόσον συγκινητικώτερον θα
ήτο, αν ο οίκος διετηρείτο ευσταλής και ως ήρμοζεν, αν εις το γραφείον τούτο ήθελον
συγκεντρωθή ως κειμήλια άπαντα τα σωζόμενα έπιπλα και ενδύματα του Κυβερνήτου
και πάσα ανάμνησις του ανδρός δυναμένη να δώση ζωήν εις τους αφώνους εκείνους
τοίχους.
Ο πενιχρός οικίσκος, εν ω ό
Σχίλλερος (σ.σ. SCHILLER) έγραψε το «εις την χαράν» λυρικόν αυτού ποίημα, δεικνύεται ευλαβώς εις τούς
περιηγητάς εν τω Gohlis παρά την Λειψίαν, καί φυλάσσονται εν αυτώ ως προσκυνήματα
η τράπεζα του ποιητού και ολίγα αυτόγραφά του και εντός πλαισίου εκτεθειμένου εν
εσωκάρδιον του λυρωδού. Οπόσον αξιώτερον θέας θα ήτο το σεμνόν γραφείον του
πρώτου άρχοντος της ελευθέρας ελληνικής πολιτείας, εν ω έγραψε τοσαύτα χρυσά
βήματα και ηγρύπνησε τοσαύτας αγωνιώδεις νύκτας εργαζόμενος υπέρ της ευημερίας
της πατρίδος !
Εν τη αυλή του Κυβερνείου εύρηται
εγκεχωσμένος σιδηρούς ακμών, όςτις ουχ ήττον του κτιρίου το οποίον δι’ ολίγων
περιέγραψα, συνδέεται αμέσως προς την ιστορίαν της νέας Ελλάδος. Ο σίδηρος εκείνος
είνε το μόνον σωζόμενον λείψανον των μηχανών του νομισματοκοπείου του
Κυβερνήτου. Εκεί λοιπόν εκόπτοντο οι «φοίνικες» και τα χαλκά νομίσματα της
πρώτης ελευθέρας ελληνικής πολιτείας. Η κάμινος εν η ανελύετο το μέταλλον
έκειτο εν τοις ισογείοις του Κυβερνείου, εκεί όπου τώρα κατοικεί ο κλητήρ. Η μόνη
ιστορική παράδοσις η ζωογονούσα το ερείπιον είνε η περί «του φούρνου όπου χυνόταν το
μπακίρι».
Αλλ’ ο εν τη αυλή του
Αιγιναίου Κυβερνείου σωζόμενος εκείνος ακμών του πρώτου ελληνικού
νομισματοκοπείου έχει παλαιάν και περίεργον την ιστορίαν. Είνε τό τελευταίου
λείψανον των μηχανημάτων του νομισματοκοπείου του τάγματος των Ιπποτών της
Ρόδου. Καθιδρύων ο Καποδίστριας τα ελληνικά πράγματα, είχεν αποστείλει τον
φίλον αυτού Αλ. Κοντόσταυλον εις Μελίτην, όπως εξαργυρώση το ύπό της ρωσικής
κυβερνήσεως διά συναλλαγματικών πληρωτέων εις Λονδίνου σταλέν είς τον
Κυβερνήτην ήμισυ εκατομμύριου πουβλίων. Εκείθεν δ’ εκόμισεν ο Κοντόσταυλος εις
Αίγιναν και τα προς εκκοπήν νομισμάτων μηχανήματα των Ιωαννιτών, οίτινες μετά
την άλωσιν της Ρόδου υπό του Σουλεϊμάνου, πλανηθέντες επί τινα έτη, είχον τέλος
εγκαταστή τω 1530 εις την Μελίτην (σ.σ.
Μάλτα), παραχωρηθείσαν αυτοίς υπό του αυτοκράτορος Καρόλου του πέμπτου. Ηγόρασε
δ’ αυτά ο Κοντόσταυλος αντί του ευτελούς τιμήματος εκατόν λιρών στερλινών. Ούτω
δε τα αυτά εργαλεία δι’ ων είχον κοπή εν Ρόδω νομίσματα υπομιμνήσκοντα την υπό
ξένων δεσποτών, κατά τούς μέσους αιώνας, κατοχήν της ελληνικωτάτης νήσου εχρησίμευσαν
όπως κατασκευασθώσιν οι «φοίνικες» και οι οβολοί της αναγεννηθείσης Ελλάδος, και
δη εν αυτή εκείνη τη Νήσω, όπου, αρχομένου του εβδόμου προ Χρίστου αιώνος, είχον
κοπή επί Φείδωνος τα πρώτα νομίσματα της αρχαίας Ελλάδος, αι περιώνυμοι αιγιναίαι
«χελώναι».
Ουδεμία αναμνηστική
επιγραφή έξωθεν του Κυβερνείου διδάσκει ημάς τον χρόνον καθ’ ον εκτίσθη. Ουδέ
τούτο καν γνωρίζομεν, αν, όπερ πιθανώτερον, ωκοδομήθη επίτηδες ή διεσκευάσθη ως
διοικητήριον καταλλήλως παλαιοτέρα τις, ήδη υπάρχουσα οικία. Η Αίγινα δεν είνε
πόλις παλαιά. Καθ’ ον χρόνον έστησεν εκεί την έδραν της διοικήσεως ο Κυβερνήτης
τον Ιανουάριον του 1828, η Αίγινα μόλις ηρίθμει τριών δεκάδων βίον και αι
μεγάλαι εν αύτη οικίαι ήσαν πάνυ ολίγαι. Η Αίγινα κατά τούς χρόνους της
Τουρκοκρατίας δεν έκειτο εκεί όπου είνε τώρα συνοικισμένη η πόλις κατά τας
βορειοανατολικάς ακτάς της νήσου παρά την θέσιν όπου έκειτο η αρχαία πόλις. Οι
Αίγινήται μόλις τελευτώντος τού δέκατου ογδόου αιώνος, ολίγα μόνον έτη προ του
1800, ήοχισαν καταβαίνοντες εις εκείνον τον αιγιαλόν εκ της εγκαταλειφθείσης
Παληαχώρας, ης σώζονται τα ερείπια εν μέσω πλήθους εκκλησιών μίαν και ημίσειαν
περίπου ώραν από της σημερινής πόλεως κατά την οδόν την εξ αυτής άγουσαν εις τα
ερείπια του αρχαίου ναού της Αθήνας (σ.σ.
Ναός Αφαίας). Τα πρώτα δε κτίρια, τα κτισθέντα κατά την σημερινήν παραλίαν
ολίγον προ τού 1800, ήσαν κατά τας διηγήσεις Αιγινητών γερόντων τρία μαγαζεία,
το του Ν. Λογοθέτη, το του Μιχαλάκη Μοίρα και το του Λιμπεροπούλου. Πλην δε
τούτων υπήρχεν ήδη κατά τους αυτούς χρόνους και ο οίκος της δημογεροντίας. Τω δε
1802 έχτισεν ο Σπυρίδων Μαρκέλλος, πάππος του εξ Αιγίνης πρώην βουλευτού, τον
και ήδη σωζόμενον πυργοειδή αυτού οίκον, βορείως δ’ αυτού σχεδόν συγχρόνως
έκτισεν ο κτήτωρ του μαγαζείου Λιμπερόπουλος οίκον και πλην των δύο τούτων ωκοδομήθη
ο οίκος του ιατρού Θωμά Ζωγράφου. Ούτοι ήσαν οι πρώτοι οικισταί της Αίγίνης, αρχομένου
του καθ’ ημάς αιώνος. Κατ’ ολίγον δε ήρχισαν οίκοδομούντες και άλλοι, ούτως ώςτε
κατά την άφιξιν του Καποδιστρίου, η Αίγινα ήδύνατο να ρηθή ότι είχεν όψιν
πόλεως. Αλλ’ ολίγοι όμως ήσαν οι μεγαλοπρεπείς οίκοι της νέας μητροπόλεως της
Ελλάδος, εξ ων επιφανέστεροι οι του Τρικούπη και του Κοντοσταύλου. Ο
Καποδίστριας, γράφων τη 27 ’Ιανουάριου 1828 προς τον στρατηγόν Αδάμ εις
Κέρκυραν, έλεγεν αυτώ «λυπούμαι,
στρατηγέ μου, ότι δεν δύναμαι να προςφέρω εις τον γραμματέα σας ουδέν
τερπνότερον εν ταύτη τη Νήσω, ων και εγώ κατεσκηνωμένος εν κοινή και ίση και
μόνη απολαύσει, της του καλού αέρος και θερμοκρασίας ηδίστης». Ο δε Νικόλαος
Δραγούμης διηγείται εν ταις Ιστορικαίς αυτού Αναμνήσεσιν, ότι πλην των
κατεχόντων τας τρεις ή τέσσαρας μεγαλοπρεπεστέρας οικίας, οι λοιποί ενεφώλευον,
ως αληθείς διάδοχοι των Μυρμηδόνων, εις ισόγαια, κλίνην έχοντες το χώμα και
έπιπλα τα δερμάτινα δισάκκια, τους πιστοτάτους τούτους συντρόφους των συμφορών
αυτών και περιπλανήσεων, κρεμάμενα από μακρών ξύλινων ήλων επί μαυρωπών
τοίχων, και σκεύη τραπέζης πινάκια βαναυσουργή, εστερημένα χειλέων και
οδοντωτά, εις ά μετέχεον ανυπόμονοι από κοχλαζούσης διώτου χύτρας φακάς ή
φασήλους. Και όμως, ποοςθέτει, ήσαν πανευδαίμονες καί εμακάριζον εαυτούς, διότι
τότε πρώτον μετά τοσαύτα έτη έτρωγον ακαταδίωκτοι καί αδάκρυτοι τον άρτον αυτών.
Δεν γνωρίζομεν ακριβώς τον χρόνον
καθ’ ον κτισθέντος του Κυβερνείου ιδρύθη εν Αιγίνη αξιοπρεπής έδρα της
διοικήσεως, ενώ συγχρόνως η πόλις εκοσμείτο υπό του Κυβερνήτου διά του
Ορφανοτροφείου και των δημοτικών σχολείων, άτινα μέχρι της σήμερον υφιστάμενα
μαρτυρούσι τρανώς τον υπέρ των κοινών πραγμάτων ζήλον αυτού. Αλλά βεβαίως και
μετά την οικοδόμησιν του παλατιού δεν απέβη τούτο, το κέντρον του κοινωνικού
βίου της πρωτευούσης. Τουλάχιστον βλέπομεν, ότι τω 1829, πανηγυριζομένης της
κατά τον μήνα Μάιον ανακτήσεως του Μεσολογγίου, το εθνικόν ευτύχημα εωρτάσθη εν
τω οίκω του Τρικούπη δι’ ευθυμίας, ην μετά μεγίστης χάριτος διηγείται ο
Δραγούμης, περιγράφών την υπέροχον εμφάνειαν της οικοδεσποίνης καί τον υπό τους
ήχους του Φλογαΐτου χορόν καί τα άσματα του κιθαρωδού Σκούφου και την εμμελή
του Κοκκινάκη κιθαρωδίαν. Πολυτελέστερος δε της υπουργικής εορτής υπήρξεν ο εν
τω ευρεί και κομψώ οίκω του ’Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου προς τιμήν του Γάλλου
στρατηγού Μαιζών τελεσθείς χορός, δι’ ον και έντυποι είχον διανεμηθή
προςκλήσεις. Αλλ’ αν ο οίκος του αγάμου Κυβερνήτου δεν διεκρίνετο διά τήν
παρεχομένην εν αυτώ ψυχαγωγίαν εις τους άστούς της Αίγίνης, οι έγκριτοι των
τότε Ελλήνων εγνώριζον καλώς, ότι εν αυτώ δεν έχαλκεύετο μόνον το νόμισμα, όπερ
έφερεν ως σύμβολον της άναγεννηθείσης Ελλάδος τον «φοίνικα», αλλά και
παρεσκευάζετο εν αγώνι πνευματικής ενεργείας η ανάπλασις της εκ των δεσμών της
δουλείας λυτρωθείσης πατρικός υπό την φιλόπατριν διοίκησιν του Καποδιστρίου.
Σήμερον, ουδέν ενθυμίζει εν Αιγίνη
τον Κυβερνήτην. Μόνη η κυβέρνησις, μεταπλάσασα εις φυλακάς το ευρύ Ορφανοτροφείον,
εσεβάσθη τον έξωθεν αυτού αναμνηστικόν επί λίθου πίνακα τον μαρτυρούντα, ότι το
μέγα εκείνο οικοδόμημα εκτίσθη υπό του Καποδιστρίου. Αλλ’ η δημοτική αρχή,
χρίουσα εκ νέου την δημοτικήν σχολήν την υπ’ εκείνου κτισθείσαν, αφήκε τον
χρωστήρα του κονιατού (σ.σ. ειδικού
τεχνίτη «σοβατζή») να επικαλύψη απειροκάλως και αυτόν τον λίθον, εφ’ ου ενεγράφετο
το όνομα του φίλου της παιδείας κτίστου (σ.σ. πιθανότατα εννοούσε το προκαταρκτικό σχολείο, σήμερα Δημοτικό "Θέατρο", όπου, πράγματι, δε γνωρίζω να σώζεται κάποια επιγραφή). Το δε Κυβερνείον κινεί, ως
είδομεν, τον οίκτον του επισκέπτου. Η φιλοτιμία των Κερκυραίων ας διδάξη τους Αιγινήτας.
Αν ο Καποδίστριας είνε της Κερκύρας
υιός, αλλά της Αίγίνης δύναται να ονομασθή πατήρ και οικιστής. Ας δείξωσιν, ότι
αισθάνονται όποια κειμήλια εκ των πρώτων χρόνων της ελληνικής ελευθερίας
εγκλείει ή νήσος αυτών και ας μεταβάλωσιν εις προσκύνημα των Ελλήνων ό,τι
σήμερον είνε θέαμα ανάξιον ανδρών ελευθέρων.
|
Σπυρίδων Π. Λάμπρος |